- πορτάκι(ν)ον
- Α [πόρτις](κατά τον Ησύχ.) «μοσχίον».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πορτάκι — το, Ν μικρή πόρτα, μικρό άνοιγμα … Dictionary of Greek
πόρτακι — πόρταξ calf fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυρίδα — Μικρή πόρτα (θύρα)· μικρό άνοιγμα σε διαχώρισμα γραφείου, ταμείου κλπ. για τη διενέργεια των συναλλαγών· χώρισμα χρηματοκιβωτίου για τη φύλαξη πολύτιμων αντικειμένων. (Ζωολ.) Θ. ή κόγχη ονομάζεται η μία από τις δύο πλάκες του όστρακου, που… … Dictionary of Greek
παραβάλλω — ΝΜΑ παραθέτω για σύγκριση, συγκρίνω, παραλληλίζω (α. «δεν μπορώ να παραβάλω την εργασία τους, γιατί είναι και τών δύο άριστη» β. «παραβαλόντες οὖν παρ ἀλλήλους σκεψώμεθα», Πλάτ.) μσν. αρχ. προσφέρω κάτι σε κάποιον ως δόλωμα για να τόν προσελκύσω… … Dictionary of Greek
πορτάζει — Α (κατά τον Ησύχ.) «δαμαλίζεται». [ΕΤΥΜΟΛ. Έχει προταθεί η διόρθωση τού τ. σε πορτα < κί>ζει < πορτάκι[ν]ον < πόρτις «μικρή αγελάδα»] … Dictionary of Greek
πορτίτσα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 390 μ.), στην πρώην επαρχία Καρδίτσας του ομώνυμου νομού. * * * η, Ν [πόρτα] υποκορ. πορτούλα, πορτάκι … Dictionary of Greek